ἀπεργαστικός

ἀπεργαστικός
ἀπεργαστικός
fit for finishing
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απεργαστικός — ἀπεργαστικός, όν (Α) 1. ο κατάλληλος να δημιουργεί, δημιουργικός, αποτελεσματικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀπεργαστική (ενν. τέχνη), η τέχνη της δημιουργίας, της κατασκευής κάποιου πράγματος …   Dictionary of Greek

  • ἀπεργαστικά — ἀπεργαστικός fit for finishing neut nom/voc/acc pl ἀπεργαστικά̱ , ἀπεργαστικός fit for finishing fem nom/voc/acc dual ἀπεργαστικά̱ , ἀπεργαστικός fit for finishing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεργαστικόν — ἀπεργαστικός fit for finishing masc acc sg ἀπεργαστικός fit for finishing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεργαστικαί — ἀπεργαστικός fit for finishing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεργαστικοί — ἀπεργαστικός fit for finishing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεργαστική — ἀπεργαστικός fit for finishing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεργαστικήν — ἀπεργαστικός fit for finishing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԳՈՐԾԱՒՈՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0576 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 14c ա. ἁπεργαστικός efficiens Արարողական. արարօղ. գործօղ. *Խաղաղութիւն է ամենայնի միաւորական, եւ ամենեցունց համամտութեան եւ բնակցութեան ծնողական եւ գործաւորական. Դիոն. ածայ.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἀπεργαστικάς — ἀπεργαστικά̱ς , ἀπεργαστικός fit for finishing fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”